θνησιμότητα

θνησιμότητα
Η αναλογία θανάτων σε έναν πληθυσμό σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Συνήθως η θ. υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των θανάτων ανά 1.000 κατοίκους στη διάρκεια ενός έτους. Η θ. μεταβάλλεται στον χώρο και στον χρόνο και εξαρτάται από πολλούς φυσικούς και κοινωνικούς παράγοντες, όπως το επίπεδο ζωής, ο τρόπος διατροφής, οι συνθήκες υγιεινής και πρόληψης, το επίπεδο παρεχόμενης ιατρικής περίθαλψης, οι τοπικές οικολογικές συνθήκες και, ιδιαίτερα, η σύνθεση του πληθυσμού και η μετανάστευση. Το 1996, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ, η θ. για το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού υπολογίστηκε σε 9‰. Η επιμέρους κατανομή ανά ήπειρο ήταν 6 στην Ωκεανία, 7 στη Βόρεια Αμερική, 8 στην Ασία, 11 στην Ευρώπη και 13 στην Αφρική (με τοπικά μέγιστα 15 έως 16). Τα παραπάνω στοιχεία και ιδιαίτερα αυτά που αφορούν τη σύγκριση της Ευρώπης με την Ασία και την Αφρική, δείχνουν ότι η θ. δεν πρέπει να συνδέεται μονοσήμαντα με το επίπεδο ζωής ή με άλλους μεμονωμένους παράγοντες. Η μελέτη της θα πρέπει γίνεται σε συνδυασμό με άλλα φαινόμενα και ιδιαίτερα με τα υπόλοιπα δημογραφικά στοιχεία του συγκεκριμένου πληθυσμού. Στις δημογραφικά πρωτόγονες κοινωνίες, που χαρακτηρίζονται από υψηλή γεννητικότητα, οι θάνατοι είναι πολλοί, αλλά η αναλογία τους στο σύνολο παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, γιατί ο πληθυσμός αυξάνεται με έντονους ρυθμούς. Αντίθετα, στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες η επιμέρους θ. ανά ομάδα ηλικιών (π.χ. μεταξύ 60 και 70 ετών) γενικά μειώνεται, η ακαθάριστη όμως θ., δηλαδή αυτή που υπολογίζεται στο σύνολο του πληθυσμού, ανεξάρτητα από ηλικίες, είναι πιθανόν να αυξάνεται. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στις χώρες που αντιμετωπίζουν έντονο δημογραφικό πρόβλημα, όπως η Ελλάδα. Σε αυτές, ο μέσος όρος ζωής των κατοίκων συνεχώς αυξάνεται, αλλά ταυτόχρονα αυξάνεται και η θ. Η φαινομενική αυτή αντίφαση οφείλεται στο γεγονός ότι στις χώρες αυτές δεν παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού, γιατί δεν γεννιούνται αρκετά παιδιά. Έτσι, η αύξηση του μέσου όρου ζωής οδηγεί σε αύξηση της αναλογίας των μεγάλων ηλικιών, άρα και της αναλογίας των θανάτων, σε ένα αριθμητικά σταθερό σύνολο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεγόμενη βρεφική θ., δηλαδή η αναλογία των θανάτων των βρεφών, η οποία θεωρείται ένας από τους δείκτες ουσιαστικής ανάπτυξης μιας χώρας. Στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες η βρεφική θ. μειώνεται συνεχώς, αλλά είναι δύσκολο να εξαλειφθεί, γιατί πέρα από κάποιο σημείο, το απαιτούμενο κόστος της αντιμετώπισής της αυξάνεται εκθετικά και όχι αναλογικά.
* * *
η
1. το σύνολο τών ατόμων που πέθαναν ή πεθαίνουν σε έναν τόπο σε ορισμένο χρονικό διάστημα, το σύνολο τών θανάτων που σημειώνονται σε δεδομένο σύνολο ατόμων και σε ορισμένο χρόνο
2. η αναλογία τών θανάτων σε σχέση προς τον αριθμό τών κατοίκων ή σε σχέση προς τον αριθμό τών γεννήσεων σε έναν τόπο (α. «η θνησιμότητα τής βρεφικής ηλικίας» β. «η θνησιμότητα στη χώρα κατά το περασμένο έτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. mortalite). Η λ. στον λόγιο τ. θνησιμότης μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Ζίννη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θνησιμότητα — η σύνολο θανάτων σε μια περιοχή σε σχέση με τους κατοίκους: Τα τελευταία χρόνια περιορίστηκε σημαντικά η παιδική θνησιμότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • ασηψία — Η πλήρης απουσία παθογόνων μικροβίων και σαπροφύτων. Η α. αποτελεί αρκετά πρόσφατη κατάκτηση της ιατρικής και κυρίως της χειρουργικής. Οι πρώτες προσπάθειες ανάγονται στις αρχές του 19ου αι. και απέβλεπαν στην καταστροφή με διάφορες χημικές ή… …   Dictionary of Greek

  • δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… …   Dictionary of Greek

  • ηπατίτιδα — Φλεγμονή του ήπατος. Μπορεί να οφείλεται σε ιούς, σε φάρμακα (συμπεριλαμβανομένου και του αλκοόλ) και σε δηλητήρια. Διακρίνονται διάφοροι τύποι η. ανάλογα με τον αιτιολογικό παράγοντα: η.Α (παλαιότερα γνωστή ως λοιμώδης). Προκαλείται από τον ιό… …   Dictionary of Greek

  • νεογνικός — ή, ό [νεογνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νεογνό 2. φρ. α) «νεογνική περίοδος» το χρονικό διάστημα από τη γέννηση μέχρι την εικοστή όγδοη ημέρα β) «νεογνική θνησιμότητα» η θνησιμότητα κατά τις πρώτες τέσσερεις εβδομάδες ζωής …   Dictionary of Greek

  • πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”